- ευεπιτήδευμα
- εὐεπιτήδευμα, τὸ (Α)(για τα δόγματα τών Στωικών) η καλή καθοδήγηση, ο καλός χειρισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + επιτήδευμα (< επιτηδεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐεπιτηδεύματα — εὐεπιτήδευμα act embodying good conduct neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)